- καταπόδα
- βλ. καταπόδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπόδας — καταπόδα indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… … Dictionary of Greek